- χουβαρντάνθρωπος
- χουβαρντάς ο щедрый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χουβαρντάνθρωπος — χουβαρντάνθρωπος, ο και κουβαρντάνθρωπος, ο άνθρωπος που δαπανά για τους άλλους, απλοχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουβαρντάνθρωπος — ο, Ν βλ. κουβαρντάνθρωπος … Dictionary of Greek
κουβαρντάνθρωπος — και κουβαρδάνθρωπος και χουβαρντάνθρωπος, ο κουβαρντάς, απλοχέρης, γενναιόδωρος … Dictionary of Greek